ομοιοβιος

ομοιοβιος
    ὁμοιόβιος
    ὁμοιό-βιος
    2
    ведущий одинаковый образ жизни
    

(ὄρνεις Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ομοιοβιος" в других словарях:

  • ομοιόβιος — ὁμοιόβιος, ον (ΑΜ) αυτός που διάγει τον ίδιο βίο με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + βίος (πρβλ. μακρό βιος)] …   Dictionary of Greek

  • ὁμοιοβίων — ὁμοιόβιος leading a like life masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • ομοιοβίοτος — ὁμοιοβίοτος, ον (Α) ομοιόβιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + βίοτος «ζωή» (πρβλ. μακρο βίοτος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»